Η ποιότητα ζωής μετά την πανδημία

Ο πληθυσμός της γης αναμένεται μέχρι το 2050 να ξεπεράσει τα 9 δισεκατομμύρια. Αυτή η αύξηση όπως είναι φυσικό θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης τροφίμων. Ταυτόχρονα στις πλούσιες περιοχές της δύσης υπάρχει η τάση για υπερκατανάλωση τροφίμων κυρίως ζωικής προέλευσης. Αυτό θα έχει ως συνέπεια την έλλειψη τροφής για τις επόμενες γενιές αλλά και αρνητικό αντίκτυπο για το περιβάλλον. Για να μπορέσουμε να αντιστρέψουμε αυτή την κατάσταση πρέπει να στραφούμε σε πιο βιώσιμη παραγωγή τροφίμων και να αλλάξουμε τα διατροφικά μας πρότυπα. Βιώσιμη υγεία. Η ποιότητα ζωής μετά την πανδημία!

Ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) τονίζει ότι οι βιώσιμες δίαιτες έχουν χαμηλό περιβαλλοντικό αντίκτυπο, ενώ ικανοποιούν τις τρέχουσες επιστημονικές διατροφικές οδηγίες, παραμένοντας παράλληλα προσιτές και πολιτισμικά αποδεκτές.

Ποιες αλλαγές πρέπει να κάνουμε για να επιτύχουμε βιωσιμότητα;

Παρά την πολυπλοκότητα του προβλήματος, υπάρχουν τρεις αλλαγές που μπορούμε όλοι να κάνουμε για να επιτύχουμε μια πιο βιώσιμη διατροφή:

  • να καταναλώνουμε λιγότερα
  • πρέπει να σπαταλάμε λιγότερα και
  •  να μειώσουμε την κατανάλωση ζωικών προϊόντων υπέρ των φυτικών εναλλακτικών λύσεων.

Το παράδοξο είναι ότι ενώ η υπερκατανάλωση υπήρξε ιστορικά πρόβλημα των ανεπτυγμένων χωρών, αποτελεί πλέον σημαντικό ζήτημα στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ιδίως σε αναδυόμενες οικονομίες. Η υπερκατανάλωση συμβάλλει στην αύξηση της παχυσαρκίας, καρδιαγγειακών νόσων, διαβήτη ενώ παράλληλα οδηγεί στην περιττή ζήτηση για αυξημένη παραγωγή καλλιεργειών και ζώων με τις σχετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η μείωση της κατανάλωσης μπορεί να ωφελήσει την υγεία τόσο του περιβάλλοντος όσο και του πληθυσμού.

Εννέα τομείς δράσης για τη διατροφή και ανάπτυξη

Οι εννέα κύριοι τομείς της δράσης για τη διατροφή και ανάπτυξη που επέλεξε ο FAO και WHO από το 1992 κιόλας εξακολουθούν να αποτελούν προτεραιότητα για την δημόσια υγεία και τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος

Συγκεκριμένα:
  1. Βελτίωση επισιτιστικής ασφάλειας.
  2. Πρόληψη ελλείψεων μικροθρεπτικών συστατικών σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.
  3. Προώθηση της υγιεινής διατροφής και τρόπου ζωής.
  4. Πρόληψη και διαχείριση μολυσματικών ασθενειών.
  5. Ενίσχυση της πρόληψης στα χρόνια νοσήματα.
  6. Ποιότητα και ασφάλεια των τροφίμων.
  7. Αξιολόγηση, και παρακολούθηση παρεμβατικών εθνικών προγραμμάτων διατροφικής πολιτικής.
  8. Διατροφικοί στόχοι και προγράμματα προαγωγής υγείας
  9. Προώθηση του θηλασμού.

Περισσότερο από ποτέ σήμερα υπάρχει έντονα η ανάγκη για την προώθηση της «βιωσιμότητας», της «βιώσιμης δίαιτας» και των βιώσιμων συστημάτων τροφίμων.

Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγής τροφίμων

Μία από τις κύριες αιτίες περιβαλλοντικής επιβάρυνσης είναι η γεωργία. Η αποψίλωση των δασών, η αλλαγή χρήσης της γης, η απώλεια βιοποικιλότητας η ρύπανση των υδάτων. Επίσης η κατανάλωση γλυκού νερού μαζί με την κτηνοτροφία και τα απορρίμματα των τροφίμων είναι υπεύθυνα για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η επίτευξη ενός βιώσιμου συστήματος παραγωγής τροφίμων και η μείωση της απώλειας τροφίμων και των αποβλήτων είναι σημαντικές παγκόσμιες προκλήσεις. Μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της αυξημένης ζήτησης για τρόφιμα και να μας βοηθήσουν να παράγουμε με βιώσιμο τρόπο αρκετά θρεπτικά τρόφιμα για όλους.

Βιωσιμότητα περιβάλλοντος μέσα από την αλυσίδα τροφίμων

Τα τρόφιμα παράγονται, επεξεργάζονται, μεταποιούνται, διανέμονται, αποθηκεύονται και καταναλώνονται. Κατά την πορεία αυτή δημιουργούνται συνέπειες τόσο για την ανθρώπινη υγεία, όσο και για το περιβάλλον.

Τα τελικά προς κατανάλωση τρόφιμα διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους ως προς το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα. Μετράται, μεταξύ πολλών άλλων, και από τους δείκτες κατανάλωσης ενέργειας, χρήσης γης και κατανάλωσης νερού. Για παράδειγμα τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης είναι ασύγκριτα πιο ενεργοβόρα σε σύγκριση με τα φυτικά τρόφιμα. Αυτό επιβαρύνει ανάλογα το περιβάλλον. Οι μεγαλύτερες περιβαλλοντικές αρνητικές επιπτώσεις δημιουργούνται κατά το πρωτογενές παραγωγικό στάδιο και κατά το ακόλουθο στάδιο συντήρησης και μορφοποίησης πολλών τροφίμων.

Σε κατανάλωση ενέργειας, οι διαφορές είναι σημαντικές μεταξύ της παραγωγής προϊόντων θερμοκηπίου και της παραγωγής υπαίθριων καλλιεργειών. Επίσης και μεταξύ της παραγωγής κονσερβοποιημένων ή κατεψυγμένων προϊόντων σε σύγκριση με την παραγωγή νωπών προϊόντων. Ακόμα, άλλα μέρη του συστήματος τροφίμων συμβάλλουν στην εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα (CO2) μέσα από τη χρήση ορυκτών καυσίμων κατά την επεξεργασία και προετοιμασία του φαγητού (μεταφορά, λιανική πώληση, αποθήκευση).

Το οικολογικό αποτύπωμα της Μεσογείου

Τα δεδομένα από το Παγκόσμιο Δίκτυο Αποτύπωσης δείχνουν ότι το οικολογικό αποτύπωμα της Μεσογείου είναι υψηλό. Το μερίδιο του αποτυπώματος τροφίμων κυμαίνεται π.χ. από 20% (Σλοβενία) έως 70% (Μαρόκο).

Η προστιθέμενη αξία της μεσογειακής διατροφής στην προστασία του περιβάλλοντος είναι ότι έχει πολλά τοπικά προϊόντα (π.χ. όσπρια, λάδι, λαχανικά, καρπούς) που παράγονται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Υπάρχει μια ισορροπημένη προσφορά τροφίμων φυτικών και χαμηλή κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης με μηδαμινό επεξεργασμένο κρέας.

Το βιώσιμο μοντέλο της μεσογειακής διατροφής οφείλεται στον έλεγχο της ποιότητας των τροφίμων, την ιχνηλασιμότητα (μειωμένη απόσταση παραγωγού-καταναλωτή). Επίσης την ανοιχτή αγορά, (ευκαιρίες για μικρούς τοπικούς, παραδοσιακούς παραγωγούς). Ωστόσο, οι αλλαγές στα πρότυπα διατροφής μπορεί να έχουν μεταβλητές περιβαλλοντικές επιδράσεις. Σκεφτείτε δύο σενάρια που οδηγούν και τα δύο σε μια θρεπτική διατροφή και σε υγιή θερμιδική πρόσληψη.

  • Πρώτο σενάριο με: Μέτρια κατανάλωση κρέατος, υψηλή κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά από θερμοκήπια ή αεροπορικά φορτία και μεταφορά.
  • Το δεύτερο: Χαμηλή κατανάλωση κρέατος, μέτρια κατανάλωση γαλακτοκομικών διατροφή πλούσια σε όσπρια και υψηλά εποχιακά φρούτα και λαχανικά. Το πρώτο σενάριο αυξάνει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, ενώ το δεύτερο σενάριο τις μειώνει.
Η χορτοφαγική διατροφή βοηθά την υγεία και το περιβάλλον

Οι ζωικές πηγές τροφίμων αντιπροσωπεύουν περίπου το 75% των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Οι βασικές καλλιέργειες είναι το σιτάρι, το ρύζι και άλλα δημητριακά που ευθύνονται μόνο για το 30% -50% των πιέσεων στο περιβάλλον.

Μια χορτοφαγική ή vegan δίαιτα μπορεί να παρέχει αρκετή πρωτεΐνη εάν οι πηγές είναι διαφορετικές.

Η ποικιλία των πηγών είναι σημαντική επειδή ορισμένα θρεπτικά συστατικά, συμπεριλαμβανομένων των πρωτεϊνών και των απαραίτητων αμινοξέων, βρίσκονται σε μικρότερες ποσότητες σε φυτικά τρόφιμα σε σύγκριση με το κρέας ή τα ψάρια. Η ΕΕ εργάζεται σε ένα πρόγραμμα για τη δημιουργία καινοτόμων φυτικών προϊόντων με βελτιωμένη περιεκτικότητα και ποιότητα πρωτεϊνών.

Στο μέλλον, αυτά τα προϊόντα θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ελκυστική επιλογή τροφών πλούσιων σε πρωτεΐνες για άτομα που είναι πρόθυμοι να ενσωματώσουν περισσότερα φυτικά τρόφιμα για να επιτύχουν μια πιο βιώσιμη αλλά εξίσου θρεπτικά ισορροπημένη διατροφή.

 

της Δρ. Άννας Παπαγεωργίου, PhD, Κλινική Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, Υπεύθυνη προγραμμάτων προαγωγής της υγείας “ΕΥΡΩΣΤΙΑ”, www.evrostia-health.gr

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook39
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top