became-rookie

Ο παλιός που έγινε πρωτάρης

Το πιο όμορφο για μένα… το σύρσιμο των ποδιών των γουρουνιών στο φύλλωμα και το σαράκι που από τότε δεν λέω να περιμένω τον Σεπτέμβριο και την Παρασκευή…

Κυνηγώ από το 1973 και κατάγομαι από οικογένεια πουλοκυνηγών και λίγο λαγουτζίδων.
Δεκέμβριος του 2006 , ο ανιψιός μου Λάζαρος κυνηγός και αυτός μου τηλεφωνεί το βράδυ ώρα 22.00 «θείο αύριο θα έρθεις μαζί με τον μπαμπά και τον Κωστάκη στα γουρούνια γιατί έτσι θέλουμε».
Εγώ μένω με το τηλέφωνο στο χέρι σιωπή…… τι λες ρε εγώ στα γουρούνια; τρελοί θα είστε μόνον σκοτωμένα και κρεμασμένα τα είδα και τώρα με λέτε να κυνηγήσω γουρούνια; Δεν γίνεται αυτό.
–   Όχι θείο θα έρθεις, θα πάμε με την παρέα του φίλου σου του Γιώργου του Ράπτη.

Με τα πολλά με πείθουν, αρχίζω τις ετοιμασίες να ψάχνω να βρω σφαίρες για την παγάνα γιατί έτσι είχα ακούσει ότι πρέπει να έχουμε μαζί μας περίσσιες σφαίρες που θα πέσουν από τους παγανιέριδες για τον ξεσηκωμό των γουρουνιών, το κολατσιό μου, ρούχα ζεστά γιατί θα είμαστε γύρω στα 1200 με 1400 μέτρα υψόμετρο.

11.00  πέφτω για ύπνο γιατί το εγερτήριο είναι στις 4.00 το πρωί, η πορεία μας θα διαρκέσει γύρω στις 2,5 με 3 ώρες . Γυρίζω στο κρεβάτι με αγωνία για να μπορέσω να κοιμηθώ μα τίποτε το μυαλό μου είναι επάνω στα ψηλά πώς είναι να κυνηγάς γουρούνια και τι θα κάνω εάν βγει αληθινή η παροιμία – το κυνήγι στον πρωτάρη θα βγει – θα μπορέσω να το τουφεκίσω; ή θα μου φύγει το όπλο από τα χέρια,  ένα θα είναι;    ή πολλά;  θα μπορέσω να εφαρμόσω αυτό που έλεγε ο Στέλιος – ο Ματσόλας- τίποτε δεν είναι βρε, θα πεις ότι τουφεκάς ένα ορτύκι ή ένα τρυγόνι.

Εύκολο να το λες αλλά στην πράξη τι γίνεται; όταν  ακούς εκείνο το βουητό και ξαφνικά βλέπεις ένα μαύρο πράμα να πετιέται μπροστά σου; Με όλα αυτά προσπαθούσα του κάκου να κοιμηθώ και ξαφνικά χτυπά το ξυπνητήρι ώρα  εγερτηρίου. Ο πρωινός καφές με το τσιγάρο γρήγορα γιατί σε λίγο θα ακουστή η κόρνα από το αυτοκίνητο,

Πράγματι σε λίγο η γνωστή σε εμένα κόρνα. Ο αδελφός – μικρότερος από εμένα – στο τιμόνι, ο ανιψιός με τον φίλο στο πίσω κάθισμα και εγώ  μπροστά. Ξεκινάμε! Αφού περάσαμε το Παρανέστι αρχίζει το μεγάλο μαρτύριο οι περίφημες στροφές από το Παρανέστι στο φράγμα μέρη γνωστά από το κυνήγι της φάσσας. Κάποια στιγμή αρχίζουν τα μέρη να μου είναι άγνωστα –Δάσος- πραγματικά δάσος δεξιά αριστερά δένδρα , δένδρα που εναλλάσσονται – πελήτια – που τα λέγανε οι παλιοί  μεσέδες , οξίες, γαύρα, πεύκα, έλατα, πράγματι  λέω μέσα μου είμαστε στα έλατα τα μόνα που φύονται στον ΑΙΜΟ – ΕΡΥΘΡΕΛΑΤΗ.
Η  ταχύτητα του αυτοκινήτου κόβει σε λίγο στρίβει σε έναν στενό δρόμο, – τι κάνεις ρε γιατί άφησες τον κεντρικό δρόμο; πού θα βρούμε τους άλλους;.
Πριν προλάβω να πάρω απάντηση να μπροστά μου η καλύβα πέντε    κορμοί και γύρο γύρο ένα νάιλον. Η πρώτη σκέψη μου, ήταν ότι αυτοί είναι τρελοί, βγαίνει νύχτα εκεί μέσα; .

Κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο και μπαίνουμε μέσα η σόμπα κόκκινη και επάνω η κατσαρόλα με ζεστό νερό για καφέ-τσάι .
Ο αρχηγός στην γωνιά του με μία κούπα καφέ χωρίς τσιγάρο, δίπλα ο κυρ. Θανάσης, πιο δίπλα ο Ματσόλας και ο μπάρμπα Κώστας και από την άλλη πλευρά το μέλλον η νέα γενιά τα παλικάρια, πρώτος ο Παράκης τυλιγμένος στις κουβέρτες να τεντώνεται, δίπλα ο Γιωργάκης – Ο ΠΕΠΕ – παραδίπλα ο Ηλίας Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ- και μετά ποιος ο Παυλάκης – Ο ΚΑΠΡΟΣ, ΤΙΤΑΝΑΣ- που έχουν αρχίσει να σηκώνονται.

«Βρέ – βρέ  καλώς τον Τελώνη» (αυτός είμαι εγώ) ο αρχηγός «τι ξαφνικό ήταν αυτό;»
«Δεν ξέρω Γιώργο εγώ τίποτα, αυτοί με ξεσήκωσαν δεν ξέρω αν με θέλετε στην παρέα εγώ πάντως ήρθα και πιστεύω να τα καταφέρω, εάν πάλι νομίζεις ότι δεν θα τα καταφέρω μένω στην καλύβα.»
«Όχι-όχι θα έρθεις μαζί μας να νιώσεις τι σημαίνει γουρουνοκυνήγι.»
Σε λίγο όλοι είναι στο πόδι τα σκυλιά επάνω στα αγροτικά ο αρχηγός δίνει τις τελευταίες οδηγίες από πού  και πώς θα πάει ο καθένας για να κόψει και που θα πάνε οι άλλοι να περιμένουν.
Όλοι στα αυτοκίνητα και ο καθένας στον προορισμό του, κάποτε φθάσαμε εκεί που μας είπαν – στου Πιστόλα – περιμένουμε περνά μια ώρα, δύο  ώρες τίποτα το μόνο που κάνουμε είναι να περιμένουμε γύρω από μια φωτιά που άναψαν ο μπάρμπα Κώστας με τον Ματσόλα . Σε λίγο δίνεται η εντολή να πάμε όλοι από κάτω, ξεκινάμε την κατάβαση μια πορεία που θα διαρκέσει γύρω στη μισή ώρα και πλέον. Ξαφνικά ακούγεται η φωνή του αρχηγού από το VHF «Ματσόλα βάλε γρήγορα τα καρτέρια στη θέση τους γιατί τα γουρούνια είναι στο πόδι.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή έλεγα από μέσα μου τι κυνήγι είναι αυτό;
Όλη την ώρα κάθεσαι και περιμένεις. Δεν γνώριζα τον αγώνα και τις προσπάθειες που έκαναν όλα τα άλλα παιδιά μαζί και ο αρχηγός για να εντοπίσουν τα ίχνη και στη συνέχεια να ενημερώσουν τον αρχηγό τι είδαν, πού το είδαν προς τα πού κατευθυνόταν. Ο αρχηγός μετά την ενημέρωση θα αποφασίσει για το πώς θα γίνει η παγάνα και το πώς και πού θα στηθούν τα καρτέρια.

Ακούγοντας λοιπόν το «τα γουρούνια είναι στο πόδι»  νιώθω μέσα μου κάτι  έντονο να χτυπάει, ο Ματσόλας ήταν μαζί με εμένα στο ίδιο αυτοκίνητο άρχισε να βάζει τα καρτέρια – είναι παλιός γουρουνάς και ξέρει καλά τα μέρη και πού μπαίνουν τα καρτέρια.

«Τελώνη εσύ εδώ και όπως σου είπα ορτύκι τουφεκάς» . Εγώ μόνος γεμίζω το όπλο μου και κάθομαι να παρατηρώ το βουνό, τα φύλλα από τα δένδρα που έχουν πέσει και έτσι μπορώ να δω αρκετά μακριά. Περιμένω-περιμένω τίποτα, ούτε φωνές από σκυλιά ακούω ούτε σφαίρες απόλυτη ησυχία.
Ξαφνικά μια τουφεκιά ψηλά στην κορυφή και αμέσως μετά ένας παράξενος θόρυβος επάνω στα φύλλα, βγαίνω λίγο από την στροφή και τι να δω τέσσερα γουρούνια το ένα πίσω από το άλλο είναι στην απέναντι κορυφή. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σαν ραπτομηχανή τα αυτιά μου κοκκίνισαν, παρακολουθώ τα γουρούνια να πηγαίνουν κορυφογραμμή τα χάνω από τα μάτια μου ακούω όμως το θόρυβο και τον ακολουθώ, τα ξαναβλέπω έχουν πάρει την κατηφόρα θα πέσουν στο καρτέρι του Κωστάκη. Περιμένω. Ο θόρυβος σταματά και αμέσως μετά μπαμπ-μπαμπ στρέφω την προσοχή μου προς το μέρος της τουφεκιάς και ξαναβλέπω τα γουρούνια να φεύγουν, δεν μπορώ να μετρήσω ακούω όμως άλλες δύο τουφεκιές.

Περιμένω να ακούσω κάτι τίποτε όμως. Έτσι μετά από συνεννόηση ξεκινάω να πάω στο καρτέρι του Κωστάκη που είναι αμέσως μετά από εμένα. Κατεβαίνω σφυρίζοντας, δεν ξέρω αν κράτησε η όχι κάτι, φθάνω και  τον βλέπω κατακόκκινο και μέσα στα νεύρα. «Τι έγινε βρε Κωστάκη, τι έπαθες;» «Τι να πάθω από εδώ τα έριξα εκεί, ούτε δέκα μέτρα και τα έχασα και με ρωτάς τι έχω;»  Δεν το πιστεύω προσπαθώ να του πω ότι αυτά συμβαίνουν μα οι προσπάθειες μου είναι άκαρπες μόνον που δεν κλαίει από τα νεύρα του.

Ξαφνικά ακούμε τρείς τουφεκιές και αμέσως μετά χαρούμενες φωνές στο VHF  ο Παράκης κράτησε μία σκρόφα. Τα καρτέρια που είναι κοντά πηγαίνουν προς τον Παράκη να βοηθήσουν να βγει η σκρόφα έξω, οι υπόλοιποι συγκεντρωνόμαστε  εκεί που θα βγουν.

Πράγματι μετά από λίγο φαίνονται, την σέρνουν επάνω στο κίτρινο φύλλωμα και τη βγάζουν στο δρόμο, ακολουθούν τα συγχαρητήρια  τα γέλια και οι απαραίτητες φωτογραφίες ,αμέσως μετά το ξεκοίλιασμα.

Το  τι ακολούθησε φαντάζομαι  γνωστό η συνηθισμένη κρασοτσιπουροκατάνυξη. Μα το πιο όμορφο για μένα αυτό που ακόμα είναι στα αυτιά μου το σύρσιμο των ποδιών των γουρουνιών στο φύλλωμα και βέβαια  το σαράκι που από τότε δεν λέω να περιμένω τον Σεπτέμβριο και την Παρασκευή.

Εάν με ρωτήσετε για πουλιά θα σας πω ότι έχω να τουφεκίσω πουλί δυο χρόνια

Υ.Γ. Αφιερωμένο στην όμορφη παρέα μου με όλη μου την αγάπη.
Τ  Ε  Λ  Ω  Ν  Η  Σ

Social media & sharing icons powered by UltimatelySocial
Facebook39
Instagram2k
error: Content is protected !!
Scroll to Top